κιούγκι

κιούγκι
το водосточная труби; сток, водосток

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κιούγκι" в других словарях:

  • κιούγκι — το σωλήνας υπονόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kunk] …   Dictionary of Greek

  • κιούγκι — το (λ. τουρκ.), υδροσωλήνας, σωλήνας οχετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούκι — το 1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι 2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια 3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου β) «έπεσα σε λούκι» βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.… …   Dictionary of Greek

  • πηλοσωλήνας — ο, Ν σωλήνας κατασκευασμένος από ψημένο πηλό που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά διαφόρων υγρών, κυρίως όμως τών λυμάτων σε αποχετεύσεις και υπονόμους, λούκι, κιούγκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»